Τετάρτη 22 Νοεμβρίου 2017

Οίκος Ενοχής 12

Αλληγορίες ενός λιμανιού που δεν υπήρξε

12ος Οίκος Ενοχής
~
η Λευκωσία σε μαύρο & κόκκινο φόντο


O Ανδρέας γεωργός, ο Λουκάς Έλλην της νήσου σταυρικός, ο Θεοτόκης, ο Ηλίας• σε ξένης γης αράζουν τα οστά τους, Θανάσης, Κόκος ψησταριά σε άνομους παράδες: ένας παπάς τους έθρεψε κρατώντας το φραγγέλιο. Ο αδελφότεκνος υιός το σπέρμα του φονεύει. Στο μεταξύ, αλγόριθμος συντρόφευε τη μοναξιά του λυκανθρώπου. Χρονιάρα μέρα η σήμερον, χρονιάρα μέρα η αύριο, χρονιάρα και η Κυριακή. Ο ποιητής δεν είναι τυμβωρύχος: ένα λαγωνικό τα γράμματα μονήρες τα εικάζει. Ιχνηλατώντας έρπει ατάραχος μέσα στις εχθρικές γραμμές αντιπαράταξης. Propongo una demolición política. Una vuelta al origen. Un nuevo nacimiento. Pero para ello precisamos de una educación justa y de calidad, de una cultura ajena a los intereses partidistas. Precisamos de la verdad., (Javier Sánchez Menéndez). Εκτυφλωτική η λάμψη της μαρμαρόπλακας όταν ραγίζει την επιστροφή του νεκρού που μπορεί να χορέψει τον κραδασμό των λειψάνων. Ο Γλαύκος ορφάνεψε από μάνα, και μια αδιόρατη πίκρα μύριζε στoν αέρα της οδού Επτανήσου. Μήδισε μειδιώντας τον ήχο του εχέμυθου στάγματος στη νεροσταγόνα ενός ασιατικού βασανιστηρίου: μύδι γερμανόπανο αρχίδι. Οι καραβόπανες βοθρώνες ενοχλούσαν τα τορνεμένα δένδρα. Η αναψηλάφηση της δίκης του απολιθωμένου ελαιώνα, της ύφανσης τ’ αργαλειού και του έντιμου κάβουρα είχε ακλόνητο δεδικασμένο έναντι της εκ νέου ιταμής ψευδομαρτυρίας του άλλοθι. Ο γυρολόγος εάν δεν είναι πράκτορας που φέρνει λόγο άχαρο, κακά μαντάτα δηλαδή, μένει στην μπίλια ενός παιγνίου που σκέφτεται το επόμενο θύμα της σερμαγιάς του. Η γενειάδα, ο βόστρυχος και το νύχι, θεριεύοντας την αντάρα μιας ακατοίκητης πλάσης, εμφανίζουν τον αρχέτυπο όρκο του αφανισμού ενός πληθυσμού προσκυνημένου το δόλωμα της ηδονής, (Οδυσσέας Ελύτης). Με πληρώνω ακριβά για να μείνω στη σκιά της ιστορίας μου: Στο όνομα του Θεού και της Πατρίδας, έχω άπειρο τέλος κι άχρονο φως από τους καταγεγραμμένους αιώνες. Περιμένω τον σαρδόνιο γέλωτα του παρμπρίζ ν’ αποκρίνεται στην ελλειμματική προσοχή, με την ηθελημένη ή ύποπτη άσκηση της αμνησίας, καθώς άτιμος δολοφόνος εκτελεί συμβόλαιο … προπληρωμένο ίσως. Να εφαρμόζεις τη γραμματομαγεία για ν’ αποτρέπεις τη λειψυδρία: το νερό δεν έχει εχθρό, αν και οφείλει να κελαρύσει μ’ έναν φόνο. Μετρημένες με μοιρογνωμόνιο οι μέρες της μαγνητοταινίας του μουσουλμάνου που ενοχλεί από το μιναρέ τ’ αυτιά και την ελευθερία. Δεν υπάρχει νέα ή καινούργια ποίηση, παρά μόνο ποίηση ζωντανή. Ο θεατρινισμός της ανάτασης των χεριών του πατέρα έκρινε την αρχή της κυκλικής μάχης του ποιητή ενάντια των Τούρκων, ενώ η ανοικοκύρευτη νοσοκόμα αισθητικός έζεχνε τη σαπίλα του μίσους: από την Ισταμπούλ στην Καβάλα κι απ’ εκεί στην Πρεβέζης πριόνιζε, ανυποψίαστη, το σχήμα μιας νεκροφόρας. Ανάποδο βαφτίσι το νησί• να ορνιθοσκαλίζουν με τ’ αριστερό, να περπατούν με τις πατούσες τρίγωνες. Μία ναυτία που θέλει να πατώνει, μη και πνιγεί. Και η Μεσόγειος καγχάζει αυστηρά στις μαγγανείες, κατά τες συνταγές αρχαίων Ελληνοσύρων μάγων (Κ. Π. Καβάφης). Διαγώνιος είναι ο βαδιστής: φτέρνα και ακροδάχτυλα-φτέρνα και ακροδάχτυλα, κι οι πήχεις των χεριών μοχλοί που διασταυρώνονται. Τα αντικείμενα έχει το χάρτη του: αττική σύνταξη. Τη σκιά να τη βαδίζεις και το πυρί στο ρελαντί.        


Δημοσιεύτηκε στην ομώνυμη στήλη, στο διαδικτυακό φύλλο επιλεγμένης λογοτεχνίας «Φτερά Χήνας» (www.fteraxinasmag.wordpress.com), 19.11.2017.                          

Τρίτη 21 Νοεμβρίου 2017

Οίκος Ενοχής 11

Αλληγορίες ενός λιμανιού που δεν υπήρξε

11ος Οίκος Ενοχής
~
η Λευκωσία σε μαύρο & κόκκινο φόντο


Τα κομψευόμενα έως καταξιωμένα αποβράσματα του δικοινοτικού συρμού ή αχταρμά φωτογραφιζόντουσαν με μια τεράστια επιταγή υπογεγραμμένη από έναν μισητό αγγλοσαξονικό τίτλο ευγενείας. Κάποιες σημαίες σημαιοστολισμένες το σημαιοστολισμό κυμάτιζαν •έστω και ξεφτισμένες από την οργή του Αιόλου. Άλλες -μεταλλικές κι αμετακίνητες- στην κορυφή του ιστού έπαιζαν ατάραχες Stratego. Οι αχιβάδες του Επαμεινώνδα κατοικούσαν στα μανιτάρια, εισχωρώντας αστραπιαία τον ίλιγγο κι άγνωστο πόλεμο αρχέτυπων αστερισμών. Ο ταγματάρχης ποιητής αιχμαλώτιζε στη χλαίνη τα ψίχουλα της κουραμάνας, απεγκλώβιζε στην παλαιά ξιφολόγχη τα δόντια … το σκορβούτο, κι εκκινούσε με το επόμενο ύψωμα να φλέγεται στις νευρικές διακλαδώσεις του σωματότροπου ύφους. Ένα καλό πρωί, οι τωρινοί αόμματοι βλάκες, βρέθηκαν επαναστατημένοι, χωρίς να γνωρίζουν το πως και το τι και το γιατί, χωρίς να ξέρουν τι θέλανε και τι γυρεύανε και πού πηγαίνανε. Και την επανάσταση αυτή την αισθανόντουσαν, την επικαλούνταν, την ποθούσαν •είχαν αρχίσει από καιρό να την ονομάζουν, να την γράφουν, να τη συνηθίζουν, να την περιμένουν ως τη μόνη σωτηρία τους: για να τους γλιτώσει από τους ανήθικους λαβύρινθους και από τους τραγέλαφους –για να τους γλιτώσει από τον εαυτό τους. Κι αυτή η επανάσταση, όπως και οποιαδήποτε άλλη μεταβολή, με τα μυαλά που είχαν και με τους ανθρώπους που έβαζαν στο σβέρκο τους, τους εξαπάτησε και τους βύθισε χειρότερα, σε χειρότερους τραγέλαφους κι ερέβη. Τους αποτέλειωσε, υποσχόμενη να τους διορθώσει –όπως η κάθε μεταβολή που κάνανε–, και τους αποκοίμισε, για να εγερθούν ύστερα από λίγα χρόνια κάθετοι, από το νέο τους εκείνο ύπνο… και αντικρίσανε τέλος με πεταγμένα μάτια εμπρός τους, τον πραγματικό χάροντα και σκοπό της φυλής των Ελλήνων. Η ακρόπολη λόφος του Αγίου Γεωργίου είχε σχεδιαστεί ν’ ανοικοδομηθεί ή βιαστεί απ’ ένα νεότευκτο μπορντέλο τυχάρπαστων αντιπροσώπων. Από τους αφανείς υπόνομους της έσχατης ράτσας μέχρι την ασυγκράτητη διάβρωση των επιφανειακών συνειδήσεων, η παγκόσμια ανοησία έβρισκε χωράφι να πολλαπλασιάσει τους μονοκύτταρους παθογόνους οργανισμούς της. Κεραίες επί δορυφορικών συνδέσεων, σημαίες επί σχιζοφρενικών εγκλημάτων: μία άτσαλα δομημένη ανατολίτικη κακία εισχωρούσε στη δυτικότροπη απάτη των χυδαίων συναλλακτικών πρακτικών. Ως ήταν ορκισμένο κι ορισμένο απ’ την αόρατη αρχή (π’ ονοματίστηκε, εκ νέου, εταιρεία φιλική), οι κλειδαριές αφανίστηκαν μια μέρα μεσημέρι. Ένας ατάλαντος στιχοπλόκος αποκάλυψε το βραχυκυκλωματικό λόγο, κατάργησε τις κλειδαρότρυπες, καταβρόχθισε τον ηδονοβλεψία κι αναίρεσε τα κλειδιά. Τότε, το αντικλείδι προσφώνησε την ουτοπία των κωδικοποιημένων αυτουργών. Στο μεταξύ, οι οξειδωμένοι τενεκέδες καπηλεύονταν σε φιλανθρωποφαγικά απογεύματα την άγρια βλάστηση, αιδοία πιράνχας εμφάνιζαν τη γυναίκα και κίναιδοι πέη κονιορτοποιούσαν τον άνδρα. Το ερμαφρόδιτο λιμοκτονούσε, ορίζοντας τη σφαγή του ουδέτερου γένους επίστρεψε ουρλιάζοντας την καινούργια αναμέτρηση. Το αποτύπωμα της σκόνης στο ξύλο έδειχνε τη θέση των αντικειμένων •το φλαμίνγκο, η νυχτερίδα, το περιστέρι, το κοράκι, το κουνούπι, η πεταλούδα κι ο  χαμαιλέοντας οδηγούσαν τη στρατιά του Αρχιλόχου. Ο ήλιος είχε καρφωθεί το στερέωμα. Οι ανέτοιμες ανέντιμες εφεδρείες είχαν περιοριστεί στα καταφύγια της πολιτικής προστασίας συνουσιαζόμενες και χαρτοπαίζοντας το αλκοολούχο σκότος όπου, δεκαετίες τώρα, συμμαχούσαν. Το οτιδήποτε ναρκοθετούσε τους μηχανισμούς της σύγχυσης κι ένα καράβι όργωνε με την καρίνα του ψυχές: διαβάζοντας ορθόδοξα ερμήνευε χαοτικά την αντί εισβολή των εμπροσθοφυλακών και την προέλαση της φυσικής αποστασίας –στο ελεύθερο έμβολο σύμβολο κι ενωτικό καθεστώς της βορειοδυτικής στερεάς ενδοχώρας– των ατρόμητων οπισθοφυλακών ταγμάτων.


Δημοσιεύτηκε στην ομώνυμη στήλη, στο διαδικτυακό φύλλο επιλεγμένης λογοτεχνίας «Φτερά Χήνας» (www.fteraxinasmag.wordpress.com), 05.11.2017. 

Δευτέρα 13 Νοεμβρίου 2017

Οίκος Ενοχής 10

Αλληγορίες ενός λιμανιού που δεν υπήρξε

10ος Οίκος Ενοχής
~
η Λευκωσία σε μαύρο & κόκκινο φόντο


Το Χαλκούτσι αναπτέρωσε το πορτατίφ. Σηκώθηκα από το νεκροκρέβατο με τ’ αριστερό χέρι να μην υπακούει. Ήχησε το τηλέφωνο και η φωνή φίλου αληθινού έβαλε σε λειτουργία τις παράφωνες χορδές, καθώς το πρωινό κατούρημα σήμανε την αρρώστια του θερινού ηλιοστασίου. Φέρνοντας τα ερεβώδη φωτεινά μίλια του μονοπατιού της όποιας σκέψης απάγγειλα Σεφέρη, κυρίως, για ν’ ακούσω τον ήχο των χαραγμένων γραμμάτων μέσα στη φυλακή μίας δοτής χώρας και πρωτεύουσας που λέγεται Κύπρος και Λευκωσία. Μια άτυχη στιγμή καθήλωσε -προσωρινά και σε κουσούρι που μονιμοποιείται στην κίνηση- τον φίλο σε τροχοκάθισμα. Σταδιακά εκτόξευσε την υπομονή στην τοξικότητα της ευθυνόφοβης μαλαγανιάς. Ο Αύγουστος απειλούσε τους ελάχιστους εναπομείναντες πυρόπληκτους μοναχικούς με την ποινή του εξοστρακισμού στ’ αγροτεμάχια π’ οργώθηκαν από ερπύστριες και εποικήθηκαν από νεκρούς. Η γελοιότητα του ευκαλύπτου, όταν γέρνει συνεσταλμένος στη χαβούζα που βίασαν τα εκτρώματα της ιστορίας, προσλαμβάνει ή συλλαμβάνει συντονιστικές επιτροπές ειδεχθών μεταπολεμικών εγκλημάτων. Ο ποιητής βάδιζε ανερμάτιστος κι αναξιοπρεπής, ενώ κυριευόταν από την αναβλητικότητα των συγχυσμένων λογισμών διασύροντας τον πρότερο και τωρινό του βίο στα γράμματα και τις λέξεις. «Με το στανιό πειραματόζωο κι ακαταπαύστως!», ξεστόμισε σ’ έναν ακόμη Σεπτέμβρη πυρετωδών διαπραγματευτικών επανεκκινήσεων και επερχόμενων προεδρικών εκλογών. Είχε εισχωρήσει το στιγμιότυπο του βλέμματος  ενός φαλακρού τύπου ν’ αναμοχλεύει με σταθερή περιοδικότητα τις Εντυπώσεις Ενός Πνιγμένου. Μια ποινική δίκη μεγατόνων αχνοφαινόταν ή πλησίαζε -βουστροφηδόν- όπου τα μέρη της ήταν και είναι από καταβολής δικανικού συστήματος μπαρουτοκαπνισμένα. Το ζωντανό ξεκαθάρισε το δρομολόγιο των πρωινών βίαιων εγέρσεων συχνά τα δημητριακά ορίζουν την αναγκαία αφόδευση που ακολουθεί η ονειρική τρομοκρατία του θλιμμένου τα πιάτα στεγνώνουν η πλύση με τα χρωματιστά ξεβγάζει το μαλακτικό η αντικατασκοπία έχει ραντεβού με τα λαρύγγια τ’ αυτιά και τις διαρροές της νάρκης σε λίγο θα επιστρέψει η τρέλα μακιγιαρισμένη την ασάφεια των στοιχείων με την εξαίσια κιλότα της επηρμένη να παίρνει μέτρα με δανεικό πριόνι κλεμμένη μεζούρα και μια σέσουλα για τα οστρακοειδή οι πωλήσεις αρμέγουν στατιστικές σε δολοφονικά οκτάωρα αγάμητα φωτοτυπικά σέρνουν την απλωμένη μπουγάδα σε σιδερώστρες μανταλάκια αποτυπώνουν την τσάκιση του γιακά σφραγίζοντας το φέρετρο της πορτοκαλί συνέχειας φυσικά πρόκειται για την αναχώρηση του τυχαίου με τη γενιά των σαλτιμπάγκων να ξεφωνίζουν την είσοδο των λαχανικών στην κατάψυξη περαστικοί δικηγόροι διαδίδουν το ολόφρεσκο δεδικασμένο ο δικαστής χαρτώθηκε τον εισαγγελέα αγόρασαν αστακούς μεταμορφώθηκαν σε δραπέτες αιτήθηκαν χάρη κι έσφαξαν τον ανακριτή. Προς το παρόν βλέπει στον τοίχο τον Οκτώβρη, εισέρχεται σ’ αυτόν και βρίζοντας τα βάρβαρα αυτιά του εγκάθετα διορισμένα κυβερνητικού νομότυπου χαφιέ, ακονίζει το απονενοημένο διάβημα.



Δημοσιεύτηκε στην ομώνυμη στήλη, στο διαδικτυακό φύλλο επιλεγμένης λογοτεχνίας «Φτερά Χήνας» (www.fteraxinasmag.wordpress.com), 02.11.2017.   

Δευτέρα 6 Νοεμβρίου 2017

Κείμενα μιας ψύχραιμης οργής 15

Ο λεσσεψιανός μετανάστης, τοξικός ιχθύς, Lagocephalus sceleratus

#15
Κείμενα μιας ψύχραιμης οργής
 Ο πολιτικαντισμός μίας νησιωτικής πανεπιστημιακής κοινότητας


Εταιρικές εταίρες ξεκαπίστρωτες “σεφεριάζονται” τον πολιτικαντισμό μίας νησιωτικής πανεπιστημιακής κοινότητας. Προσφέρουνε νεοελληνικές σπουδές στην Κύπρο σ’ άγουρα φοιτηταριά της ανατολικής, πάλαι ποτέ, Ευρώπης και Βαλκανίων του σκοτωμένου αδελφού. ¡Σελτζουκιστάν!, μη χέσω, το νησί … τουλάχιστον αφήστε με να κλάσω!

Εἰς τό ποίημα τοῦ Χρέους μακρινή πρέπει νά εἶναι ἡ φριχτή ἀγωνία μέσα εἰς τή δυστυχία καί εἰς τούς πόνους, ὃπως ἐκεῖθε φανερωθῆ ἀπείραχτη καί ἅγια ἡ διανοητική καί ἠθική Παράδεισος., (Διονύσιος Σολωμός, «Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι-Αποσπάσματα», Στοχασμοί του Ποιητή). Πληκτικοί αναγεννησιακοί ταγοί-ταγάρια περιφέρουν το σκοταδισμό του γοτθικού προσκυνήματός τους. Να γκρεμίσουμε όλα τ’ ανάκτορα του πούστη του αββά, όλα τα κάστρα της καταραμένης της φραγκιάς, όλα τα διοικητήρια και τις πουτάνες του Οθέλλου.

Μ’ ένα μάτι μ’ ένα δόντι, με βαμμένα τα μαλλιά / σκαρφαλώσαν οι γερόντοι στης πατρίδας τα σκαλιά. / Καθώς παν για τα ογδόντα ίδιοι και παράλληλοι / το πολύ για καμιά τσόντα είναι πια κατάλληλοι. // Μα για να σωθεί η Ελλάδα στους καιρούς τους ύστατους / βρείτε κάπου έναν καιάδα και γκρεμοτσακίστε τους. // Μας φλομώσαν οι παππούδες με ψευτιές και φούμαρα / λες και είμαστε αλεπούδες που μασάνε κούμαρα. / Μα θα ’ρθούνε άλλα χρόνια μ’ όνειρα κι οράματα, / δίχως λόγους στα μπαλκόνια κι ανθιστά προγράμματα. // Μα για να σωθεί η Ελλάδα στους καιρούς τους ύστατους / βρείτε κάπου έναν καιάδα και γκρεμοτσακίστε τους / βρείτε κάπου έναν καιάδα και γκρεμοτσακίστε τους., (Νίκος Γκάτσος, «Τα κατά Μάρκον», 1991). Έτσι, και ξωπίσω τους ποιητές Κυπραίοι κουτσομπόλες -κουμπάροι βραβευμένοι και αβράβευτοι-  μαζί μ’ όλες τις ιερόδουλες που νταβατζή σας  ο Κινύρας. Γαμώ, πατόκορφα, τον Ζήνωνα τον Κιτιεύς, τσογλάνια στωικοί στον κώλο σας ρεπάνι.

Poesía siempre es revelación y descubrimiento, nunca debe existir sin principios, la razón de la palabra poética es conocimiento, filosofía. Las apariencias nunca importaron a los indolentes, y la posesión es mentira, como la poesía horizontal. // Armonía, mansedumbre y criterio sin resisstencia. El poder de expresión nunca sera vacío, debe ser violencia, queja, caos e independencia. Revelación. Pura revelación. Símbolos humanos de conocimientos poéticos. // El indolente número 13 no deja de dar lecciones de aprendizaje verdadero. La magnificencia nunca sera poesía, es pasividad. Se require humildad, silencio y soledad, caminos desamparados. Y la unidad aparece sin presunción. El conocimiento poético es esfuerzo permanente, afán, lectura sin escritura., (Javier Sánchez Menéndez, «El libro de los indolentes-Sobre la poesía», 1. El encuentro en Camarinal-Veintisiete, p. 60). 

Ένας ελεύθερος μυστικός ερανιστής, από την εποχή του αρχέτυπου δραγάτη, οπλοφορούσε με στυλογράφους, καλάμια, ξύστρες, σβήστρες, μοιρογνωμόνια και πολύτιμα κιτάπια ή βιβλία πλανητικών ποιητών: la escafandra ruega invocando nautas pasajeros tripulaciones hechizadas la desesperación del levantamiento la dislexia penetra muda incluso autistamente corroyendo la memoria de llantos reclusos en ejes que innovan como desde siempre el ojo de buey se ocupó de enviar códigos de incendio bajo el mar, (Costas Reúsis, «La irrealidad submarina (1993-2015)», traducción de Mario Domínguez Parra, p. 91).

-Σας έχω πιάσει στο στόμα της χάραξής μου και στα πράσα •ούτε ο Ιορδάνης ποταμός δεν σας ξεπλένει …  Θεομπαίχτες!    


Χώρα (Παλιό Λιμάνι), Νοέμβριος 2017

Τετάρτη 1 Νοεμβρίου 2017

Κείμενα μιας ψύχραιμης οργής 14

Ο λεσσεψιανός μετανάστης, τοξικός ιχθύς, Lagocephalus sceleratus

#14
Κείμενα μιας ψύχραιμης οργής
Ο φιλοτομαρισμός μίας χολεριασμένης νήσου


Επιγράφοντας τον Ανδρέα Εμπειρίκο σε ένα μόριο αρνητικό, που ζυγίστηκε αερόλιθο, απέδρασα τη συμμαχία με το κακό. Επιστρέφοντας τον περίγυρο των γνωστών μας πραγμάτων -στην εντός, εκτός κι επί τ’ αυτά του τείχους χώρας πόλεως Λευκωσίας- επιλέγω το μπαλαούρο ενός υποβρυχίου. Αναμένοντας την αυριανή εσπέρα, όπως ωτακουστώ τη γραφή εξακοντίζοντας τη χάραξη, ψυχανεμίζομαι την τάση ή σύγκρουση μίας, ας πω, ελληνικής κυπριακής διανόησης/ιντελιγκέντσιας κόντρα ή μετωπικά στον μπάσταρδα εμφυτευμένο -από άνομα συμφέροντα- σπόρο μιας σκέτης κυπριακής διανόησης/ιντελιγκέντσιας, που δεν υπάρχει.

Απ’ το οξύ ως την αιχμή, οι αισθήσεις ενδύονται την κήρυξη της εύδρομης καθόδου εις Άδην-Νήδα •εισχωρώντας στο φιλοτομαρισμό μίας χολεριασμένης νήσου, μια που η συνθήκη αναδύει την υποβόσκουσα casus belli. Η στέρεα βασιλική γης της μάνας κι η φρενιασμένη κολυμβήθρα καταβόθρα του πατέρα … πλεύση ιπτάμενη-πεζή ερπύστρια … κανοναρχούσε τον υιό εν μέσω πρωταρχικής και προκατακλυσμιαίας κατάστασης ή γεωγραφίας.

Εξηγούμαι, εξομολογημένος κι ανακρινόμενος, στους Έλληνες ποιητές και στις Ελληνίδες ποιήτριες, που με διατρέφουν από καταβολής μητρικής ελληνικής γλώσσης: διά της λέξεως ο λόγος• διάλεξη - διά του γράμματος το πνεύμα• διάγραμμα. Είναι η δύναμή σας ζωώδης, ικανή να μακελέψει για να σας θαυμάσει η πουτάνα σας, ο όχλος και τα τσιράκια σας –ανίκανη, όμως, ν’ ακινητοποιήσει την τεχνική που ιδρώνω συνετά.     

Τι, μένει; Φευ, ένας αριθμός στρατιωτικού μητρώου και το ρέζους της ομάδος αίματος τού –ντυμένου το χακί, το ραφ ή το μπλε βαθύ σχεδόν μαύρο– Έλληνος ποιητή: Δεν έχω σπίτι κι όνομα / και κώδικες και νόμους / αιώνες τώρα περπατώ / σε στοιχειωμένους δρόμους // Την πίκρα έχω μάνα μου / γυναίκα την ανάγκη / στα χώματα που χόρεψαν / Αγαρηνοί και Φράγκοι // Είν’ απ’ το δέντρο του Θεού / η ρίζα που κρατεί με / δώστε μου μια ταυτότητα / να θυμηθώ ποιος είμαι  // Δώστε μου μια ταυτότητα / να θυμηθώ ποιος είμαι, (Νίκος Γκάτσος, από «Τα κατά Μάρκον», 1991).

Το απείθαρχο πλήθος της Kıbrıs-Cyprus-Κύπρου συγγενεύει με τη χάβρα τ’ ανατολίτικου παζαριού και των στωικών, που οι ιαμβογράφοι εκτέλεσαν εν ψυχρώ. Κι αναρωτιέμαι: Πόσοι ελάχιστοι αμόλυντοι έχουμε υπάρξει Αλάσιοι Πελασγοί να συνεχίζουμε τη σκυταλοδρομία των οστών; Σημειωτέον ότι στο μεταξύ ο πόλεμος είχε φτάσει πια ως εδώ. Στρατεύθηκα και με έστειλαν στην πρώτη γραμμή, στην «γραμμή πυρός», όπου με βαστήξανε πεισματάρικα, μέχρι το τέλος των επιχειρήσεων. Δίχως καμίαν ανάπαυλα, αν εξαιρέσω ένα αρκετά βασανιστικό «ιντερμέδιο» στη «Διλοχία Πειραιώς», απλούν «πειθαρχικόν λόχον». Γιατί κανείς δεν αγνοεί ότι, ιδιαίτερα στην περίοδο της όντως αλησμονήτου «4ης Αυγούστου», ο όρος «διανοούμενος» συνεπήγετο και την έννοια του «υπόπτου». Ύστερα από φονικότατη μάχη, στις 13 Απριλίου 1941, συνελήφθην αιχμάλωτος, κρατήθηκα, με τους συναδέλφους μου, παρανόμως, από τους Γερμανούς, σε στρατόπεδα «εργασίας αιχμαλώτων», δραπέτευσα, αλώνισα, με τα πόδια, πάνω από την μισήν Ελλάδα, και τέλος επέστρεψα εις τα ίδια., (Νίκος Εγγονόπουλος, «Τα ποιήματα», Τόμος Α΄, Σημειώσεις, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, Αθήνα, Μάιος 1990, σ. 150).

-Μη σας ξενίζει η νέα, ή καινή, ή καινούργια τοποθέτηση των ελληνικών σημείων στίξεως που … ῥέοιεν * αρμόζω.

Χώρα (Παλιό Λιμάνι), Οκτώβριος 2017


* Ενεργητική φωνή, ευκτική έγκλιση, ενεστώτας χρόνος, τρίτο πρόσωπο, πληθυντικός αριθμός … του ρήματος … ῥέω.